γιορντάνι

γιορντάνι
το ожерелье, бусы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γιορντάνι" в других словарях:

  • γιορντάνι — το (λ. τουρκ.), περιδέραιο στολισμένο συνήθως με νομίσματα: Της χάρισε ένα γιορντάνι κειμήλιο από την προγιαγιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιορντάνι — και γιουρντάνι και γκερντάνι, το περιδέραιο και ειδικότερα αυτό που αποτελείται από χρυσά ή ασημένια νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan ή gerden «το μπροστινό μέρος του λαιμού»] …   Dictionary of Greek

  • γιορντανάτος — η, ο [γιοοντάνι] 1. αυτός που φοράει γιορντάνι στον λαιμό* 2. (για πουλιά και ζώα) εκείνος που έχει στον λαιμό πούπουλα ή τρίχωμα με διαφορετικό χρώμα …   Dictionary of Greek

  • γκερντάνι — το 1. βλ. γιορντάνι 2. προγούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan «λαιμός, περιδέραιο»] …   Dictionary of Greek

  • κολαΐνα — η (Μ κολάϊνα) κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, περιδέραιο, γιορντάνι, κολιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. colagna] …   Dictionary of Greek

  • gherdan — GHERDÁN, gherdane, s.n. (înv.) Şirag de mărgele, de mărgăritare, de pietre scumpe sau de galbeni (3). [var.: ghiordán s.n.] – Din tc. gerdan gât , gerdanlick colier . Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  GHERDÁN s. v. colan, colier, salbă …   Dicționar Român

  • περιδέραιο — το κόσμημα πού φοριέται στο λαιμό, γιορντάνι, κολιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»